πυρίβρομος — roaring with fire masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίβρομον — πυρίβρομος roaring with fire masc/fem acc sg πυρίβρομος roaring with fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριβρόμου — πυρίβρομος roaring with fire masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CIMMERII — I. CIMMERII populi Asiae gemini; Alii qur ex Scythia venerunt, habitantes circa Bosphorum, abipsis Cimmer ium appellatum. In Taurica Chersoneso, quae cum tractu adiacente olim Cimmeria dicta est; Post Scythia Europaea, seu parva, nunc Tartaria… … Hofmann J. Lexicon universale
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek